-
1 марка
το σήμα, το έμβλημα, η μάρκα, το ένσημοгрузовая мор. - η γραμμή φόρτωσης (του πλοίου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > марка
-
2 марка
марка ж 1) το χαρτόσημο (гербовая) το γραμματόσημο (почтовая) 2) (фабричная) το σήμα, η μάρκα· \марка вина η μάρκα του κρασιού 3) (денежная единица) το μάρκο* * *ж2) ( фабричная) το σήμα, η μάρκαма́рка вина́ — η μάρκα του κρασιού
3) ( денежная единица) το μάρκο -
3 марка
марка 1-и θ.1. το ένσημο•почтовая марка το γραμματόσημο.
2. παλ. μάρκα, κέρμα ορισμένης αξίας (σε εστιατόρια, χαρτοπαικτικές λέσχες κ.τ.τ.).3. στάμπα, μάρκα εμπορεύματος.εκφρ.высокой (высшей, первой) -и – πρώτης κατηγορίας, μεγάλης ολκής•держать (выдерживать) -у – τηρώ, κρατώ το γόητρο•портить -у – προσβάλλω το γόητρο ή τη φήμη•под -ой – με το πρόσχημα.марка 2-и θ.το μάρκο, νομισμ. μονάδα,марка 3-и θ. παλ.1. αγροτική κοινότητα τον μεσαίωνα στη Δ. Ευρώπη.2. συνοριακός τομέας στη μεσαιωνική Γερμανία.